- ευφρόσυνος
- -η, -οαυτός που δίνει τη χαρά, χαροποιός: Ευφρόσυνο άγγελμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐφρόσυνος — cheery masc nom sg εὐφρόσυνος cheery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… … Dictionary of Greek
εὐφροσύνως — εὐφρόσυνος cheery adverbial εὐφρόσυνος cheery masc acc pl (doric) εὐφρόσυνος cheery adverbial εὐφρόσυνος cheery masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόσυνον — εὐφρόσυνος cheery masc acc sg εὐφρόσυνος cheery neut nom/voc/acc sg εὐφρόσυνος cheery masc/fem acc sg εὐφρόσυνος cheery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφροσύνου — εὐφρόσυνος cheery masc/neut gen sg εὐφρόσυνος cheery masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφροσύνους — εὐφρόσυνος cheery masc acc pl εὐφρόσυνος cheery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφροσύνῳ — εὐφρόσυνος cheery masc/neut dat sg εὐφρόσυνος cheery masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόσυνα — εὐφρόσυνος cheery neut nom/voc/acc pl εὐφρόσυνος cheery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόσυνοι — εὐφρόσυνος cheery masc nom/voc pl εὐφρόσυνος cheery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφροσύναις — εὐφρόσυνος cheery fem dat pl εὐφροσύνη mirth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)